καθάριζε

καθάριζε
καθαρίζω
cleanse
pres imperat act 2nd sg
καθαρίζω
cleanse
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοπρώνης — κοπρώνης, ὁ (Α) 1. αυτός που νοίκιαζε και εκμεταλλευόταν την κόπρο 2. αυτός που καθάριζε τους δρόμους από τις ακαθαρσίες, οδοκαθαριστής («ὁ κοπρώνης ἀλγεῑ καὶ ὀδυνᾱται ὅτι μὴ ἀπήλλακται τοῡ ταλαιπώρου καὶ ἐπονειδίστου εἶναι δοκοῡντος… …   Dictionary of Greek

  • κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους …   Dictionary of Greek

  • κωθωνοπλύτης — κωθωνοπλύτης, ὁ (Α) αυτός που έπλενε και καθάριζε κωβιούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώθων + πλύτης (< πλύνω), πρβλ. εριο πλύτης, ποτηρο πλύτης] …   Dictionary of Greek

  • Γιακούσκιν, Πάβελ — (1822 – 1872). Ρώσος συγγραφέας, εθνογράφος και ηθοποιός. Περιόδευσε τη Ρωσία ως πλανόδιος έμπορος, συγκεντρώνοντας επί 20 χρόνια λαογραφικό υλικό. Το 1860 δημοσίευσε συλλογή ρωσικών δημοτικών τραγουδιών και το 1863 το μυθιστόρημα Ο μεγάλος θεός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”